υποστηρικτής
From LSJ
Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one’s first thought false
Greek Monolingual
και υποστηριχτής, ο, θηλ. υποστηρίκτρια και υποστηρίχτρια, Ν
αυτός που υποστηρίζει κάποιον ή κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποστηρίζω. Ο τ. υποστηρικτής μαρτυρείται από το 1824 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά, ενώ το θηλ. υποστηρίκτρια από το 1886 στην εφημερίδα Άστυ].