και παραφινόλαδο, το
(φαρμ.) αποκαθαρισμένο μίγμα κορεσμένων υγρών υδρογονανθράκων του πετρελαίου που κυκλοφορεί σε δύο μορφές, την λεπτόρρευστη και την παχύρρευστη, και έχει, και στις δύο μορφές του, υπακτική δράση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραφίνη + έλαιον / λάδι].