παρενδίδωμι

English (LSJ)

A give in, Plu.2.813d, App.BC1.12.
2 relax, remit, of acute disease, Gal.12.494.
3 παρενδοθῇ· παρατεθῇ, Hsch.

German (Pape)

[Seite 515] (s. δίδωμι), nachgeben, nachlassen, Sp., neben ὑφίεσθαι Plut. reip. ger. praec. 17.

French (Bailly abrégé)

se laisser aller à l'indulgence.
Étymologie: παρά, ἐνδίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

παρενδίδωμι: (δῐ) уступать, частично отдавать Plut.

Greek (Liddell-Scott)

παρενδίδωμι: ὑποχωρῶ, ἐνδίδω, Πλούτ. 2. 813D, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 12.

Greek Monolingual

Α ενδίδωμι
1. ενδίδω, υποχωρώ
2. (για οξεία ασθένεια) καταπραΰνομαι
3. (Ησύχ.) «παρενδοθῇ
παρατεθῇ».