παρμένος

Greek Monolingual

-η, -ο
ως επίθ.
1. ο ημιπληγικός, ο ημίπληκτος, ο ημιπαράλυτος, και γενικά ο βλαμμένος σωματικώς
2. συνεκδ. ο διανοητικά καθυστερημένος, λιγόμυαλος, ανώμαλος
3. μτφ. φαντασιόπληκτος, ονειροπαρμένος, έξω από την πραγματικότητα
4. (ως μτχ. παθ. παρακμ. του παίρνω) ο ειλημμένος, αυτός που έχει ληφθεί.