τρίβων, Hsch. (Lacon. for Παραθυλακίς).
ἡ, Α(κατά τον Ησύχ.) «ὁ τρίβων».[ΕΤΥΜΟΛ. Λακων. τ. αντί του άχρηστου παραθυλακίς < παρ(α)- + θυλακίς.