παρόν
French (Bailly abrégé)
neutre de παρών¹.
Greek Monolingual
το
(ουδ. μτχ. ενεστ. του πάρειμι ως ουσ.)
1. η χρονική στιγμή που τέμνει τον χρόνο και τον διακρίνει σε παρελθόν και μέλλον, ο χρόνος κατά τον οποίο μιλάμε ή κάνουμε κάτι, ο τωρινός χρόνος
2. φρ. α) «προς το παρόν» και «κατά το παρόν» — για τώρα, προσωρινά
β) «επί του παρόντος» — όσο για τώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. της μτχ. του πάρειμι, παρών, -οῦσα, -όν (πρβλ. μέλλον)].
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
παρόν: part. praes. n к πάρειμι I.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρόν ptc. praes. n. van 1. πάρειμι.
Mantoulidis Etymological
τό. Μετοχή οὐδ. γένους τοῦ πάρειμι → παρά + εἰμί, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.