τωρινός

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παρόν, σύγχρονος («τωρινοί καιροί»)
2. (ειδικά) σημερινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τώρα + κατάλ. -ινός (πρβλ. χθες: χθεσ-ινός)].