τωρινός

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παρόν, σύγχρονος («τωρινοί καιροί»)
2. (ειδικά) σημερινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τώρα + κατάλ. -ινός (πρβλ. χθες: χθεσ-ινός)].