παστερίωση
Greek Monolingual
η
(τροφ. τεχνολ.) θερμική επεξεργασία που εφαρμόζεται σε ορισμένα τρόφιμα για την καταστροφή, με θέρμανση, της μικροβιακής τους χλωρίδας και κυρίως τών παθογόνων μικροοργανισμών για λόγους υγιεινής και διατήρησης, με διατήρηση συγχρόνως κατά τον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό τών φυσικών, βιοχημικών και οργανοληπτικών χαρακτηριστικών του προϊόντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παστεριώνω (πρβλ. γαλλ. pasteurisation)].