Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
1. παστός (ΙΙ]τοποθετώ και διατηρώ σε αλάτι ή στην άλμη, κάνω κάτι παστό2. φρ. «παστώνω στο ξύλο» — δέρνω ανηλεώς.