παστώνω

Greek Monolingual

1. παστός (ΙΙ]
τοποθετώ και διατηρώ σε αλάτι ή στην άλμη, κάνω κάτι παστό
2. φρ. «παστώνω στο ξύλο» — δέρνω ανηλεώς.