πατρογένειος
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 536] ὁ, Beiwort des Poseidon, Plut. Symp. 8, 8, 4, =
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
né dans le pays, indigène.
Étymologie: πατήρ, γένος.
Russian (Dvoretsky)
πατρογένειος: Plut. = πατρογενής.
Greek (Liddell-Scott)
πατρογένειος: ὁ, ἐπίθετον τοῦ Ποσειδῶνος, προγονικός, Πλούτ. 2. 730Ε.
Greek Monolingual
-ον, Α
(επίθ. του Ποσειδώνος), προγονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -γένειος (< γένος), πρβλ. συγγένειος].