πατροείκελος

Greek (Liddell-Scott)

πατροείκελος: -ον, ὅμοιος τῷ πατρί, Στουδίτ. 824D.

Greek Monolingual

-ον, Μ
όμοιος με τον πατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + εἴκελος «παρόμοιος» (πρβλ. θεοείκελος)].