Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
πατροφιστί
Greek Monolingual
Α αναγραφή γυναίκας με το όνομα του πατέρα της. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. προέρχεται από τη λ. πατήρ πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου επιρρ. πατρόφι (πρβλ.επι-πατρόφιον «πατρώνυμο»)].