πατρώνυμο

From LSJ

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370

Greek Monolingual

το / πατρώνυμος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
(μόνο το ουδ. ως ουσ.) το όνομα του πατέρα
αρχ.
αυτός που ονομάζεται από τον πατέρα του, που φέρει το πατρικό όνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -ωνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. πολυώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].