πατρωνυμία

English (LSJ)

ἡ, name taken from one's father, patronymic, as Πηλεΐδης, Ἀτρεΐδης, Id.1388.24.

German (Pape)

[Seite 537] ἡ, Name oder Benennung nach dem Vater, Eust. 10, 25.

Greek (Liddell-Scott)

πατρωνῠμία: ἡ, ὄνομα σχηματισθὲν ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ πατρός, οἷον Πηλείδης, Ἀτρείδης, Εὐστ. 1388. 24.

Greek Monolingual

ἡ, ΝΑ πατρώνυμος
η ονομασία κάποιου με όνομα που σχηματίστηκε από το όνομα του πατέρα του, όπως λ.χ. Πηλείδης, ο γιος του Πηλέα, Ατρείδης, ο γιος του Ατρέα.