παυροεπής

English (LSJ)

παυροεπές, of few words, AP7.713 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 537] ές, von wenig Worten, wortkarg, Antip. Sid. 47 (VII, 713), von der Erinna, die wenig gedichtet hatte.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a fait peu de vers.
Étymologie: παῦρος, ἔπος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παυροεπής -ές [παῦρος, ἔπος] van weinig woorden.

Russian (Dvoretsky)

παυροεπής: немногословный Anth.

Greek Monolingual

-ές, Α
λιγόλογος, άνθρωπος λίγων λόγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῦρος «μικρός, λίγος» + -επής (< ἔπος), πρβλ. καλλιεπής].

Greek Monotonic

παυροεπής: -ές (ἔπος), ολιγόλογος, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

παυροεπής: -ές, ὁ ὀλίγα λέγων, ὀλιγολόγος, Ἀνθ. Π. 7, 713.

Middle Liddell

παυρο-επής, ές ἔπος
of few words, Anth.