παυστέον

English (LSJ)

(παύω)
A one must stop, put an end to, Pl.R. 391e, Grg. 523d, etc.
II (παύομαι) one must cease, Plu.2.6c: c. gen., τῆς ὁρμῆς Dexipp. Hist.26.10 J.

Greek (Liddell-Scott)

παυστέον: ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ παύω, δεῖ παύειν ..., Πλάτ. Πολ. 391 Ε, Γοργ. 523 D, κτλ. ΙΙ. ἐκ τοῦ παύομαι, δεῖ παύεσθαι, Πλούτ. 2. 6C.

Greek Monotonic

παυστέον: ρημ. επίθ. του παύω, αυτός που πρέπει να σταματήσει, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παυστέον, adj. verb. van παύω of παύομαι, het of er moet gestopt worden.

German (Pape)

man muß aufhören machen, Plat. Gorg. 523d, man muß aufhören, Plut. ed.lib. 9.