παφλασμός

Greek Monolingual

ο, ΝΜ παφλάζω
1. το πάφλασμα
2. ιατρ. το απτικό και ακουστικό αίσθημα που προκαλείται μέσα στην κοιλότητα τών σπλάγχνων από τη συγκέντρωση υγρών («παφλασμός του στομάχου»).