ο, ΝΜ παφλάζω1. το πάφλασμα2. ιατρ. το απτικό και ακουστικό αίσθημα που προκαλείται μέσα στην κοιλότητα τών σπλάγχνων από τη συγκέντρωση υγρών («παφλασμός του στομάχου»).