παχύχειλος

English (LSJ)

ον, = παχυχειλής (thick-lipped).

German (Pape)

[Seite 540] dicklippig, Arist. H. A. 4, 4.

Greek Monolingual

-η, -ο / παχύχειλος, -ον, ΜΑ
(για πρόσ. και ζώα) αυτός που έχει παχιά χείλη, χειλάς, χειλαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -χειλος (< χεῖλος), πρβλ. βαρύ-χειλος].