χειλάς
From LSJ
Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)
Greek Monolingual
ο / χειλᾱς, ΝΜΑ, θηλ. χειλού Ν
ο χειλαράς
νεοελλ.
1. το θηλ. ζωολ. κοινή ονομασία τών παράκτιων σαρκοφάγων ιχθύων του γένους labrus της οικογένειας labridae, συγγενικών με τον γύλο
2. στον πληθ. οι χειλούδες
ζωολ. ονομασία τών μελών τών πολύ συγγενικών με το παραπάνω γενών ctenolabrus και crenilabrus ή symphodus, γνωστών και με την κοινή ονομασία λαπίνα, καθώς και του acantholabrus, που είναι γνωστά και ως χειλούδες του βυθού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖλος + κατάλ. -ᾶς που απαντά σε λ. του καθημερινού λεξιλογίου (πρβλ. φαγᾶς)].