παχυχειλής
From LSJ
English (LSJ)
παχυχειλές, thick-lipped, of shellfish, Arist. HA528a29:—also παχύχειλος, ον, Ruf.Fr.70; τὰ παχυχείλα τῶν ἑλκῶν Gal.13.491.
German (Pape)
[Seite 540] ές, = Folgdm, Conj. Reiske's in Leon. Tar. 1 (V, 206) für ταχυχειλής.
Russian (Dvoretsky)
πᾰχῠχειλής:
1 толстогубый Anth.;
2 с толстыми краями (τὰ ὄστρακα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
πᾰχῠχειλής: -ές, ὁ ἔχων παχέα χείλη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 7· - ὁ τύπος -χειλος εὕρηται ἐν ταῖς ἐκδόσεσι τοῦ Γαλην.
Greek Monolingual
-ές Α
ο παχύχειλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -χειλής (< χεῖλος), πρβλ. ισοχειλής].