παχυχειλής

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰχυχειλής Medium diacritics: παχυχειλής Low diacritics: παχυχειλής Capitals: ΠΑΧΥΧΕΙΛΗΣ
Transliteration A: pachycheilḗs Transliteration B: pachycheilēs Transliteration C: pachycheilis Beta Code: paxuxeilh/s

English (LSJ)

παχυχειλές, thick-lipped, of shellfish, Arist. HA528a29:—also παχύχειλος, ον, Ruf.Fr.70; τὰ παχυχείλα τῶν ἑλκῶν Gal.13.491.

German (Pape)

[Seite 540] ές, = Folgdm, Conj. Reiske's in Leon. Tar. 1 (V, 206) für ταχυχειλής.

Russian (Dvoretsky)

πᾰχῠχειλής:
1 толстогубый Anth.;
2 с толстыми краями (τὰ ὄστρακα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰχῠχειλής: -ές, ὁ ἔχων παχέα χείλη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 7· - ὁ τύπος -χειλος εὕρηται ἐν ταῖς ἐκδόσεσι τοῦ Γαλην.

Greek Monolingual

-ές Α
ο παχύχειλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -χειλής (< χεῖλος), πρβλ. ισοχειλής].