πεζοθηρικός

English (LSJ)

πεζοθηρική, πεζοθηρικόν, of the hunting of land-animals or for the hunting of land-animals (opp. fishing), τὸ π. εἶδος Pl.Sph. 220a (but πεζοθηρία, ἡ, ib.223b, is prob. spurious).

German (Pape)

[Seite 542] ή, όν, zur Landjagd gehörig, Plat. Soph. 220 a.

Russian (Dvoretsky)

πεζοθηρικός: относящийся к сухопутной охоте, охотничий Plat.

Greek (Liddell-Scott)

πεζοθηρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν θήραν χερσαίων ζῴων (κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἀνήκοντα εἰς τὴν ἁλιείαν) Πλάτ. Σοφιστ. 220Α· ― πεζοθηρία, ἡ, αὐτόθι 223Β, εἶναι πιθ. νόθον.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι χερσαίων ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -θηρικός (< -θηρία < θήρ), πρβλ. ζωοθηρικός].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεζοθηρικός -ή -όν [πεζοθηρία] betreffende de jacht op landdieren.