πεζοπορώ

Greek Monolingual

-έω, ΝΜΑ πεζοπόρος
1. βαδίζω με τα πόδια, πεζοδρομώ
2. πορεύομαι στην ξηρά, κάνω χερσαίο ταξίδι, οδοιπορώ.