πεζόπτερος

Greek (Liddell-Scott)

πεζόπτερος: -ον, ὁ χρώμενος τοῖς ποσὶν ἀντὶ πτερύγων, Μανασσ. Χρον. 3771.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που χρησιμοποιεί τα πόδια του αντί για τα φτερά του, ο πεζός και φτερωτός συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. χρυσόπτερος].