χρυσόπτερος

English (LSJ)

χρυσόπτερον,
A with wings of gold, of Iris, Il.8.398, 11.185, h.Cer.314; Ἔρως Ar.Av.1738 (lyr.); παῖδες Αφροδίτης Aristaenet.2.10.
II χρυσόπτερον, τό, a gem similar to χρυσόπρασος, Xenocr. Lap.90, Plin.HN37.109.
2 a bird, Cyran.44.

German (Pape)

[Seite 1382] mit goldenen Schwingen, Flügeln, Beiwort der Iris Il. 8, 398. 11, 185 h. Cer. 315.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux ailes d'or (Iris).
Étymologie: χρυσός, πτερόν.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόπτερος: златокрылый (Ἶρις Hom., HH).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόπτερος: -ον, ὁ ἔχων χρυσᾶς πτέρυγας, ἐπίθετον τῆς Ἴριδος, Ἰλ. Θ. 398, Λ. 185, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 315· - ὡσαύτως χρῡσόπτέρῠγος, ον, = τῷ προηγ., Ἱμέρ. 19. 3· - καὶ -πτέρυξ, ταὼς Μανασσ. Χρον. 260.

Greek Monolingual

-η, -ο / χρυσόπτερος, -ον, ΝΜΑ, και χρυσόφτερος Ν
αυτός που έχει χρυσά φτερά («ἔρωτος χρυσοπτέρου», Ψ Χρυσ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. μαρμαρόπτερος].

Greek Monotonic

χρῡσόπτερος: -ον (πτερόν), αυτός που έχει χρυσά φτερά, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

χρῡσό-πτερος, ον, πτερόν
with wings of gold, Il.

English (Woodhouse)

golden-winged