πειραματιστής

Greek Monolingual

ο, θηλ. πειραματίστρια
1. αυτός που πειραματίζεται, που εκτελεί πειράματα
2. ο ειδικός στην εκτέλεση πειραμάτων, ιδίως επιστημονικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πείραμα, -ατος + κατάλ. -ιστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ].