πεισματώδης

Greek Monolingual

-ες
1. αυτός που γίνεται με πείσμα, με επιμονή
2. συνεκδ. σφοδρός, σκληρόςπεισματώδης μάχη»).
επίρρ...
πεισματωδώς
με πείσμα, με επιμονή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πείσμα, -ατος (Ι) + -ώδης. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Ν. Δραγούμη].