πελιδνούμαι

Greek Monolingual

πελιδνοῦμαι, -όομαι, ΝΜΑ πελιδνός
γίνομαι πελιδνός, αποκτώ ωχρό, μαυροκίτρινο χρώμα
νεοελλ.
χάνω το χρώμα μου από φόβο.