πεντάβιβλος

German (Pape)

[Seite 555] aus fünf Büchern bestehend, Euseb.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάβιβλος: (ἐξυπακ. συγγραφή), ἡ, σύγγραμμα ἐκ πέντε βιβλίων, ἡ πεντάβιβλος Μωϋσέως, Εὐσεβ. Χρον. σ. 70.

Greek Monolingual

-η, -ο / πεντάβιβλος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που αποτελείται από πέντε βιβλία
2. το θηλ. ως ουσ. η Πεντάβιβλος
περιληπτική ονομασία τών πέντε πρώτων βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης, αλλ. Πεντάτευχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + βίβλος (πρβλ. οκτώβιβλος)].