-η, -ο1. (για κείμενο, βιβλίο) αυτός που είναι συντεταγμένος σε πέντε γλώσσες («πεντάγλωσσο λεξικό»)2. (για πρόσ.) αυτός που μιλά πέντε γλώσσες.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + γλώσσα (πρβλ. δίγλωσσος)].