πεντάσχοινος

English (LSJ)

πεντάσχοινον, five σχοῖνοι long: -σχοινον, = στάδιον, Hsch.

German (Pape)

[Seite 557] fünf σχοῖνοι lang, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάσχοινος: -ον, ὁ ἔχων μῆκος πέντε σχοίνων· τὸ πεντάσχοινον = στάδιον, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει μήκος πέντε σχοινιών, είδους μετρικής μονάδας
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεντάσχοινον
(κατά τον Ησύχ.) «στάδιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + σχοῖνος (πρβλ. τρίσχοινος)].