πεντηκόσταρχος
English (LSJ)
ὁ, chairman of the company which farmed the πεντηκοστή, AB297, Phot. (-οντ- cod.).
German (Pape)
[Seite 559] ὁ, derjenige, der an der Spitze der Gesellschaft stand, welche die Abgabe des Funfzigstels, πεντηκοστή, vom Staate gepachtet hatte, Generalpächter; B. A. 297 steht falsch πεντηκόνταρχος u. wird erkl. ὁ ἄρχων τῆς πεντηκοστῆς τοῦ τέλους καὶ τῶν πεντηκοστῶν, wofür richtig πεντηκοστωνῶν vermuthet wird; vgl. Böckh's Staatshaush. der Ath. I p. 339.
Greek (Liddell-Scott)
πεντηκόσταρχος: ὁ, ὁ ἀρχηγὸς τῶν ἐνοικιαστῶν τοῦ φόρου τοῦ καλουμένου πεντηκοστή, ὁ ἄρχων τῶν ἐνοικιαστῶν τῶν φόρων, ὁ ἀντιπροσωπεύων ὁλόκληρον τὸ σῶμα, ὡσαύτως καλούμενος καὶ ἀρχώνης, Α. Β. 297, Φώτ.· ἴδε Böckh P. E. 2, ἀριθ. 70, ὅστις καὶ διώρθωσε: πεντηκόσταρχος· ὁ ἄρχων... τῶν πεντηκοστωνῶν ἐν τῷ Ρητορικ. Λεξικ. 297 ἀντί: πεντηκόνταρχος... πεντηκοστῶν.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο αρχηγός της εταιρείας που εισέπραττε από την πολιτεία τον φόρο της πεντηκοστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντηκοστή + -αρχος].