πεπεισμένως
English (LSJ)
Adv. confidently, π. διεγγυώμενος D.L.9.71, cf. 4.56; from conviction, Ptol.Alm.2.6, Iamb.VP30.175: f.l. in Str.15.1.24 (ἀπεφεισμένως cj. Mein.).
German (Pape)
[Seite 560] (πείθω), dreist, zuversichtlich, Strab. u. a. Sp.
Russian (Dvoretsky)
πεπεισμένως:
1 с полным доверием Diog. L.;
2 уверенно, смело Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
πεπεισμένως: Ἐπίρρ., πεποιθότως, μετὰ πεποιθήσεως, εὐθαρσῶς, μετὰ θάρρους, Στράβ. 696, Διογ. Λ. 4. 56.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. με εμπιστοσύνη
2. εκ πεποιθήσεως («ὑπήκοον αὐτὸν κατασκευάζειν μὴ πλαστῶς, ἀλλὰ πεπεισμένως», Ιάμβλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπεισμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του πείθω.