πεπερασμένος
Greek Monolingual
-η, -ο / πεπερασμένος, -η, -ον, ΝΑ
1. αυτός που έχει πέρας, που έχει όρια χρονικά ή τοπικά
2. το ουδ. ως ουσ. το πεπερασμένο
(φιλοσ.) αυτό που έχει όρια στον χρόνο, στον χώρο, στο μέγεθος, στον αριθμό ή στη δύναμη, το αντίθετο του απείρου
3. φρ. α) «πεπερασμένα» ή «διακριτά μαθηματικά»
μαθημ. εκτεταμένη περιοχή τών μαθηματικών που δημιουργήθηκε από την αρχαιότητα ακόμη και στην οποία μελετώνται κυρίως, σε αντιδιαστολή με τα κλασικά μαθηματικά, προβλήματα διακριτοποίησης
νεοελλ.
φρ. «θεώρημα πεπερασμένων αυξήσεων»
μαθημ. το θεώρημα μέσης τιμής.
επίρρ...
πεπερασμένως Α
ολοκληρωτικά εξ ολοκλήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παρακμ. του περαίνω].
French (Bailly abrégé)
η, ον :
part. pf. Pass. de περαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεπερασμένος -η -ον ptc. perf. med.-pass. van περαίνω.
Russian (Dvoretsky)
πεπερασμένος: part. pf. pass. к περαίνω.