πεπόνθησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, passivity, modification, Simp.in Cat.130.1, Dam.Pr.58, al.; opp. μέθεξις, ib.176.

Greek (Liddell-Scott)

πεπόνθησις: -εως, ἡ, πάθησις, Δαμασκ. περὶ Ἀρχ. σ. 44., 151 καὶ 161.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Μ πεπονθώ
πάθηση, πάθημα.