μέθεξις

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέθεξις Medium diacritics: μέθεξις Low diacritics: μέθεξις Capitals: ΜΕΘΕΞΙΣ
Transliteration A: méthexis Transliteration B: methexis Transliteration C: metheksis Beta Code: me/qecis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (μετέχω)
A participation, οὐσίας μετὰ χρόνου participation of being in time, Pl.Prm.151e; χρόνου in time, ib.141d; αἱ μ. τῶν ἀρχῶν Arist.Pol.1278a23.
II in Platonic philosophy, participation in the ideas, ἡ μ. τοῖς ἄλλοις… τῶν εἰδῶν Pl.Prm.132d, cf. Arist.Metaph.987b10; ταὐτοῦ in the same, Pl.Sph.256b.
III in Logic, κατὰ μέθεξιν as being contained or comprehended, as genus or difference in species, Arist.Top.132b35.

German (Pape)

[Seite 111] ἡ, das Teilnehmen, die Teilnahme, Plat. Parm. 132 d Soph. 256 a u. Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
participation.
Étymologie: μετέχω.

Russian (Dvoretsky)

μέθεξις: εως ἡ участие, (со)причастность (οὐσίας, χρόνου Plat.): αἱ μεθέξεις τῶν ἀρχῶν Arst. занятие государственных должностей.

Greek (Liddell-Scott)

μέθεξις: ἡ, (μετέχω) μετοχή, τὸ μετέχειν, ταὐτοῦ, ἐκ τοῦ αὐτοῦ, Πλάτ. Σοφιστ. 256Α· μ. οὐσίας ὁ αὐτ. ἐν Παρμ. 151D· χρόνου αὐτόθι 141D· καὶ ἴδε μεθεκτικός· αἱ μ. τῶν ἀρχῶν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 5, 6. ΙΙ. ἐν τῇ Πλατωνικῇ φιλοσοφίᾳ, συμμέθεξις, κοινωνία, ἡ μέθ. τοῖς ἄλλοις... τῶν εἰδῶν Πλάτ. Παρμ. 132D, πρβλ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 6, 3, καὶ ἴδε μεθεκτός, μεθεκτικός, μετέχω ΙΙ. ΙΙΙ. ἐν τῇ Λογικῇ, κατὰ μέθεξιν ὑπάρχειν, δηλ. ὡς γένος ἢ ὡς διαφορὰ ὑπάρχειν, Ἀριστ. Τοπ. 5. 4, 7 κἑξ.

Greek Monotonic

μέθεξις: ἡ (μετέχω), συμμετοχή, σε Πλάτ.

Middle Liddell

μέθεξις, ιος, ἡ, μετέχω
participation, Plat.