περίζηλος: -ον, σφόδρα ζηλευτός, ἢ οὐχὶ τὸ κακὸν τοῖς πολλοῖς ἐστι περίζηλον; Θεοφ. Σιμοκ. Ἱστ. σ. 109C.
-η, -ο / περίζηλος, -ον, ΝΜΑπολύ ζηλευτός, πολύ αξιόλογος.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ζῆλος «ζήλεια»].