περίφραγμα
English (LSJ)
-ατος, τό,
A fence round a place, Agath.2.4 (pl.): metaph., Ti.Locr.100b.
II place fenced round, enclosure, IG11(2).287 A 117 (Delos, iii B. C.), PMich.Zen.84.12 (iii B. C., pl.), Str.15.1.55 (pl.), BCH11.395 (Aegae);=περίβολος, precinct, τοῦ Διονύσου IG12(5).481.28 (Siphnos, iii B. C.).
III covered part of a chariot, Poll.1.142.
German (Pape)
[Seite 599] τό, Einzäunung, Einschluß, Gehege, Zaun um einen Platz; Tim. Locr. 100 b heißen die Knochen μυελῶν περιφράγματα; bei Poll. 1, 142 das Wagenverdeck.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 clôture, enceinte;
2 enveloppe.
Étymologie: περιφράσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίφραγμα -ατος, τό [περιφράττω] omheining.
Russian (Dvoretsky)
περίφραγμα: ατος τό ограда, перегородка Plat.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ περιφράσσω
1. ο φράχτης γύρω από μια έκταση
2. περιφραγμένος τόπος
νεοελλ.
ναυτ. φρεάτιο στο κύτος του σκάφους για την αντλία
αρχ.
το δερμάτινο κάλυμμα στο επάνω μέρος της άμαξας.
Greek Monotonic
περίφραγμα: -ατος, τό (περιφράσσω), περίφραγμα, σε Στράβ.
Greek (Liddell-Scott)
περίφραγμα: τό, φραγμὸς περί τινα τόπον, Τίμ. Λοκρ. 100Β. ΙΙ. τόπος περιπεφραγμένος, Στράβ. 710, κτλ. ΙΙΙ. τὸ κεκαλυμμένον μέρος ὀχήματος, Πολυδ. Αϳ, 142.
Middle Liddell
περίφραγμα, ατος, τό, περιφράσσω
an enclosure, Strab.