Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αντλία

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163

Greek Monolingual

η (Α ἀντλία) άντλος
νεοελλ.
συσκευή, που χρησιμοποιεί μηχανικό έργο για να μεταφέρει, να ανυψώσει ή να συμπιέσει ρευστά
αρχ.
1. αμπάρι πλοίου
2. το ακάθαρτο νερό που συγκεντρώνεται στο εσωτερικό του πλοίου.