αντλία

From LSJ

φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀντλία) άντλος
νεοελλ.
συσκευή, που χρησιμοποιεί μηχανικό έργο για να μεταφέρει, να ανυψώσει ή να συμπιέσει ρευστά
αρχ.
1. αμπάρι πλοίου
2. το ακάθαρτο νερό που συγκεντρώνεται στο εσωτερικό του πλοίου.