η1. μέρος κατάλληλο για διάβαση, πορθμείο2. πλωτό μέσο με το οποίο περνά κανείς από τη μια όχθη ποταμού ή λίμνης στην άλλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < περάτης + κατάλ. -αριά (πρβλ. κλειδαριά)].