το / περδίκιον, ΝΜΑ πέρδιξ, -κος]υποκορ. του πέρδικα, περδικάκινεοελλ.1. νεοσσός πέρδικας, περδικόπουλο2. φρ. «είναι [ή έγινε] περδίκι» — είναι υγιής και σφριγηλός ή ανέρρωσε πλήρως από αρρώστιααρχ.1. το φυτό πολύγονο2. το φυτό ελξίνη.