περιίπταμαι

English (LSJ)

later form for περιπέτομαι, Arist.HA542b24, D.C. 58.5, Alex.Trall.Febr.4.

Greek (Liddell-Scott)

περιίπταμαι: μεταγεν. τύπος τοῦ περιπέτομαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 9, 2, Δίων Κ. 58. 5, κτλ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
πετώ επάνω και γύρω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἵπταμαι «πετώ»].