[Seite 571] ringsum benetzen, Sp.
περιβρέχω: ὡς καὶ νῦν, Μανασσ. Ἐρωτ. 4. 9, κτλ.
ΝΜβρέχω κάτι ή κάποιον ολόγυρα, από όλες τις πλευρές, ραντίζω, περιρραίνω («μάς περιέβρεξαν τα κύματα»).