περιθωριακός

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν περιθώριο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περιθώριο («περιθωριακές σημειώσεις)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περιθώριο της κοινωνίας (α. «περιθωριακή μειονότητα» — σύνολο ατόμων με ιδιόρρυθμη κοινωνική συμπεριφορά και με κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα την μη ένταξή του, εθελούσια ή αναγκαστική, στα ισχύοντα κοινωνικά πλαίσια
β. «περιθωριακό άτομο» γ. «περιθωριακός τύπος»)
3. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. άτομο που ζει στο περιθώριο της κοινωνίας, που οι ενέργειες και η συμπεριφορά του δεν εντάσσονται στα κοινώς αποδεκτά πλαίσια κοινωνικής και πολιτικής ζωής.