περικάρπιο

Greek Monolingual

το / περικάρπιον, ΝΑ
βοτ. το σύνολο τών εξωτερικών περιβλημάτων του καρπού που προέρχονται από τις μεταβολές τις οποίες υφίσταται η ωοθήκη μετά την γονιμοποίηση, η θήκη του καρπού ή του σπόρου, το λέπυρο
νεοελλ.
ανατ. το μέρος του χεριού που βρίσκεται γύρω από τον καρπό
αρχ.
χρυσό ή μεταλλικό βραχιόλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + καρπός (πρβλ. μετακάρπιον)].