ωοθήκη
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
Greek Monolingual
η, Ν
1. ανατ. καθένας από τους δύο αδένες, αριστερά και δεξιά της μήτρας της γυναίκας, που παράγουν τα θηλυκά γεννητικά κύτταρα, τα ωάρια, και είναι ταυτόχρονα ενδοκρινείς αδένες
2. βοτ. το διογκωμένο βασικό τμήμα του καρποφύλλου τών αγγειόσπερμων φυτών, που περιέχει τις σπερματικές βλάστες
3. ζωολ. το θηλυκό αναπαραγωγικό όργανο τών ζώων, που παράγει τους θηλυκούς γαμέτες, τα ωάρια
4. ωοδόχη, αβγοθήκη ή αβγουλιέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) + θήκη. Η λ., ως όρος της βιολ., είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. ovaire, και μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο].