περικαταπίπτω

English (LSJ)

only Ep. aor. περικάππεσον, fall down upon, ἀφλάστῳ A.R.3.543; τεθνειῶτι Q.S.5.502, cf. 9.168; esp. fall upon so as to be pierced, θοῷ π. δουρί A.R.2.831, cf. Tryph.576.

German (Pape)

[Seite 579] (s. πίπτω), herum od. darüber herabfallen, Ap. Rh. 2, 831, περικάππεσε δουρί.

Greek (Liddell-Scott)

περικαταπίπτω: καταπίπτω, οὕτως ἐπάνω εἴς τι, ὥστε νὰ διατρυπηθῶ, θοῷ περικάπτεσε δουρὶ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 831, πρβλ. Γ. 543, Τρυφ. (ὀρθότ. Τριφ) 576.

Greek Monolingual

Α
πέφτω πάνω σε κάποιον ή σε κάτι ή γύρω από κάποιον ή από κάτι.