περικρατύνω

Greek Monolingual

Μ κρατύνω
ενδυναμώνω, ενισχύω σε μεγάλο βαθμό («τοὺς δὲ υἱούς αὐτοῦ... λόγῳ ἀληθεῖ περιεκράτυνεν», Ανδρ. Κρ.).