περικόσμιος

English (LSJ)

περικόσμιον,
A mundane, τὰ π. γένη Prisc.Lyd.32.16, cf. lamb. Myst.2.1, Procl.in Prm.p.527S., Dam.Pr.127, Syrian.in Metaph.26.10. Adv. περικοσμίως Iamb.Myst.2.4.
II embracing the κόσμος, νοῦς Procl.Theol.Plat.5.7.

German (Pape)

[Seite 580] um die Welt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περικόσμιος: -ον, ὁ πέριξ τοῦ κόσμου, ὃς ἔδωκεν ἄστρα νυκτὶ περικοσμίαν χορείαν Συνέσ. 317C, κλπ. - Ἐπίρρ. περικοσμίως, πέριξ τοῦ κόσμου, Ἰαμβλ. Μυστ. 78, 2.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. εγκόσμιος, επίγειος
2. αυτός που βρίσκεται γύρω από τη Γη, που περιβάλλει τον κόσμο.
επίρρ...
περικοσμίως Α
γύρω από τον κόσμο, γύρω από τη Γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κόσμος + κατάλ. -ιος (πρβλ. εγκόσμιος)].