περικύκλιο
Greek Monolingual
το, Ν
βοτ. στρώμα παρεγχυματικών κυττάρων που βρίσκεται μεταξύ της ενδοδερμίδας, δηλαδή του εσώτατου στρώματος του φλοιού, και τών αγωγών στοιχείων στη ρίζα ενός φυτού και, σε ορισμένες περιπτώσεις, στον βλαστό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pericycle < περίκυκλος «στρογγυλός, σφαιρικός»].