περιπάτημα
Greek Monolingual
το, ΝΜ, και περπάτημα και πορπάτημα, Ν περιπατώ / περπατώ
ο χαρακτηριστικός τρόπος με τον οποίο περπατάει κάποιος, η περπατησιά
νεοελλ.
1. το να περπατάει κανείς, το να βαδίζει πεζή, η πορεία («κουράστηκα απ' το πολύ περπάτημα»
2. στον πληθ. τα περπατήματα
α) οι βόλτες, οι περίπατοι
β) οι διασκεδάσεις
μσν.
στον πληθ. τα διαβήματα.